ΚΛΕΨΥΔΡΑ

Η Γιώτα άγγιξε το σύρτη από το πόμολο της παλιάς ξύλινης πόρτας κι ετοιμάστηκε να ανοίξει. Από το παραθυράκι της πόρτας έβλεπε καθαρά τη μορφή του νεαρού άντρα.
Για μια στιγμή δίστασε. Αν έσερνε το σύρτη κι η πετούγια ελευθερωνόταν ο χρόνος θα στεκόταν για μερικές στιγμές και η επόμενη μοναδική κίνηση που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν μόνο για να τραβήξει μπροστά.

Ο άντρας χτύπησε άλλη μια φορά δυνατά.  
Η Γιώτα παραμέρισε τις θεωρίες για το χρόνο και τις κατευθύνσεις του και τράβηξε με φόρα τη πετούγια.
Ένας παγωμένος αέρας εισέβαλε στο χώρο μαζί με τον Ορέστη. Τα κιτρινισμένα γράμματα που βαστούσε στην αγκαλιά της θρόισαν. Τα έσφιξε περισσότερο πάνω της. Σαν να ήταν ότι πολυτιμότερο είχε βαστήξει ποτέ στα χέρια της.
Τα μάτια του Ορέστη έπεσαν πάνω στα ταλαιπωρημένα από το χρόνο χαρτιά.
«Τι συνέβη;» έκανε με τρεμάμενη φωνή η Γιώτα.
«Κυρία Γιώτα» πήρε μια βαθιά ανάσα ο Ορέστης και ξεροκατάπιε «η Τούλα, χειροτέρεψε».
«Μα είχαν πει… οι γιατροί είχαν πει πως η κατάσταση της είχε σταθεροποιηθεί και…»
«Είχε. Τώρα πάει προς το χειρότερο. Μου είπε η Σόφη να σας ειδοποιήσω».
«Πάμε» έκανε αποφασιστικά η Γιώτα. Άρπαξε στα χέρια της από το πορτμαντό μια μάλλινη ζακέτα, πήρε τα κλειδιά και βγήκαν στην αυλή. Το αυτοκίνητο του Ορέστη περίμενε με τη μηχανή του να βουίζει, χαμένη ανάμεσα στα σφυρίγματα του αέρα.  

Η Τούλα ένιωσε το χρόνο της να λιγοστεύει επικίνδυνα. Σαν οι κόκκοι άμμου από τη κλεψύδρα που της ανήκε σ’ αυτό το κόσμο να μετριόνταν πια στα δάχτυλα.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να επιστρέψει για να λογαριαστεί με το παρελθόν. Δε θα τηρούσε αυτή την υπόσχεση της. Έτσι κι αλλιώς δε θα ήταν η πρώτη υπόσχεση που τελικά θα αθετούσε.
Τους λογαριασμούς της θα τους τακτοποιούσε η Γιώτα.
Ίσως εκείνη τελικά να μπορούσε καλύτερα. Άλλωστε, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζε αυτούσια την αλήθεια. Χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, ικανού να αμαυρώσει την πιο αγνή και καθάρια αλήθεια.

Ο Ορέστης κι η Γιώτα χώθηκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Πριν βγουν στο δρόμο ο Ορέστης έριξε τα μάτια του στα χέρια της γυναίκας στο διπλανό κάθισμα. Βαστούσε ακόμη εκείνα τα χαρτιά. Αναρωτήθηκε τι να ήταν.
Πριν μπουν στη πόλη η μπάρα του σιδηρόδρομου έπεσε και τους σταμάτησε. Μια αμαξοστοιχία ακούστηκε ανάμεσα από τον αέρα. Σε εκείνα τα δυο λεπτά που χρειάστηκε να περιμένουν πίσω από τη κλειστή μπάρα η γυναίκα κοιτούσε κάπου μακριά έξω από το παράθυρο. Κι ο Ορέστης κοιτούσε τα γράμματα. Κάπου του φάνηκε πως διέκρινε το όνομα του Γιώργου Αγγέλου. Μπορεί και να ‘ταν η ιδέα του.
Βγήκε από τις σκέψεις του, όταν κάποιο αυτοκίνητο πίσω του, κόρναρε να ξεκινήσει. Η μπάρα είχε ανέβει. Δε την είχε προσέξει.

Στο νοσοκομείο, τους περίμενε η Σόφη. Στεκόταν έξω από τη πόρτα της εντατικής με τα χέρια της να αγκαλιάζουν τη κοιλιά της. Σαν είχε ανάγκη να την αγκαλιάσουν. Κι αφού δεν υπήρχε κανείς το έκανε μόνη της.
«Πάει…» έκανε μόνο, με ένα βλέμμα που βυθίστηκε σε ένα κενό απελπισίας και θλίψης.
Ο Ορέστης έλυσε τα χέρια της και τα έσφιξε ανάμεσα στα δικά του. Εκείνη λύθηκε σε ένα λυτρωτικό κλάμα μέσα στην αγκαλιά του. Το σώμα της κατέρρευσε. Έμοιαζε με μια μαριονέτα χωρίς σκοινιά. Έρμαιο στα χέρια του Ορέστη.
Η Γιώτα τη παρατηρούσε. Ένιωσε να λυπάται για το κορίτσι που γνώριζε από τη μέρα που γεννήθηκε. Όχι γιατί πενθούσε τη θεία της που πέθανε, αλλά για όσα ψέματα ήταν υποχρεωμένη να υποστεί τόσα χρόνια και για όσα θα διεκδικούσε να μάθει από δω και μπρος.  

Το ζευγάρι ύστερα από τα διαδικαστικά του νοσοκομείου μπήκε στο αυτοκίνητο για να γυρίσει στο σπίτι της θείας Τούλας για τα περαιτέρω. Η Γιώτα είχε φύγει νωρίτερα.
Η Σόφη άπλωσε τα πόδια της μπροστά στο κάθισμα της. Κάτω από τις σόλες των παπουτσιών της κάτι έτριξε.
Είδε τα κιτρινισμένα χαρτιά.
Η Γιώτα πριν κατέβει από το αυτοκίνητο τα είχε αφήσει εκεί. Ίσως να της είχαν πέσει. Ίσως να τα είχε ξεχάσει. Ίσως ακόμα, επίτηδες να τα είχε παρατήσει στο αυτοκίνητο του Ορέστη.
Ο Ορέστης κάρφωσε τα μάτια του στο πρόσωπο της Σόφης. Εκείνη είχε εστιάσει στα χαρτιά. Για μια στιγμή νόμισε, πως τα μάτια της τη γελούσαν ύστερα από εκείνο το εξαντλητικό κλάμα στο παγερό διάδρομο του νοσοκομείου.
Γύρισε και βρήκε τα μάτια του Ορέστη να τη κοιτούν. Ένιωσε την αγάπη του να τη κουκουλώνει με ένα αόρατο πέπλο. Ένιωσε ασφαλής.
«Τα κρατούσε η Γιώτα όταν μπήκε στο αυτοκίνητο» της είπε πριν εκείνη προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε.
«Τι να κάνω;»
«Εκείνο που νομίζεις εσύ σωστό».
Η Σόφη χάραξε κάτι στα χείλη της που έμοιαζε με χαμόγελο. Το μόνο που διακρινόταν καθαρά σε εκείνη τη χαρακιά στα χείλη της, ήταν η ειρωνεία. 
Ο Ορέστης ξεκίνησε το αυτοκίνητο κι η Σόφη άφησε τα χαρτιά στην ησυχία τους. Είχε χρόνο μέχρι να έφταναν στο σπίτι της Τούλας. Είχε;
Το τηλέφωνο της κουδούνισε μέσα από τη τσάντα της. Το έβγαλε κι είδε στην οθόνη το όνομα του Ιωάννου. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου».