ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕ ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Κλείνοντας το τηλέφωνο, θυμήθηκε αυθόρμητα το παλιό παιχνίδι που έπαιζε με τον παππού της στο χωριό.  Αναβίωσε το παιδικό της καρδιοχτύπι να τα μετρήσει σωστά:
«Ένα κυπαρίσσι κι άλλο ένα / μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»
Στο μούχρωμα της πόλης, ένιωσε τις πολυκατοικίες να μεταμορφώνονται ξαφνικά σε θεόρατα κυπαρίσσια και τις λωρίδες της λεωφόρου να γίνονται βαλτώδεις λίμνες με σκουρόχρωμα νερά που κρύβουν ανείπωτα μυστικά στους βυθούς τους.
«Ο Ιωάννου ήταν; Τι σου είπε;» η ανήσυχη φωνή του Ορέστη διέκοψε τις παραισθήσεις της.
«Νομίζω πως πρέπει ν’ αφήσουμε γι αργότερα το σπίτι της Τούλας. Ο Ιωάννου έχει νέα…»

Το αυτοκίνητο του Ορέστη μούγκρισε σαν θηρίο που oσφραίνεται ξαφνικά ένα θήραμα και επιταχύνει για να το γραπώσει στα νύχια του. Η διαδρομή προς το γραφείο του Ιωάννου, τους βρήκε αμίλητους και βυθισμένους στις σκέψεις τους, εκείνος να πατάει δαιμονισμένα το γκάζι κι εκείνη να τον συνοδεύει με την ίδια κίνηση, πιέζοντας μηχανικά το πόδι της στο κενό. Λες και θα έφταναν πιο γρήγορα έτσι.
Σε λιγότερο από μισή ώρα πάρκαραν στο στενό που ήταν το γραφείο του ιδιωτικού ερευνητή.

Ατέλειωτη της φάνηκε η ανάβαση μες στον ανελκυστήρα, λες και σκαρφάλωναν πολυώροφα κυπαρίσσια με δαιδαλώδη μονοπάτια και χαώδη φυλλώματα.
«Τέσσερα τα κυπαρίσσια / κι άλλα δύο κάνουν έξι / άραγε πόσα ακόμα / θα μας βρουν μέχρι να φέξει;»

Ο Ιωάννου τους καλοδέχτηκε και φαινόταν ανυπόμονος να τους παρουσιάσει τα ευρήματά του. Τους έκανε νόημα να καθίσουν στις δύο πολυθρόνες απέναντί του, άνοιξε ένα συρτάρι κι άπλωσε μερικά χαρτιά μπροστά του.
«Οι εξελίξεις είναι ανατρεπτικές και φέρνουν νέα στοιχεία στην υπόθεσή σας κυρία Μιχαήλ. Ο Αγγέλου μοιάζει με άνθρωπο-φάντασμα. Νόμιζα πως είχαμε φτάσει πολύ κοντά του, θεωρώντας πως είναι ο συνονόματος με την εταιρεία ηλεκτρονικών. Ωστόσο μετά από μια σύντομη συνάντησή μας –την οποία με μεγάλη δυσκολία τον έπεισα να γίνει- διαπίστωσα πως πρόκειται απλά για μια σατανική σύμπτωση. Ο τύπος κρύβεται για τους δικούς του λόγους στα τηλέφωνα και δεν έκανε ποτέ παιδιά και οικογένεια. Δεδομένου ότι μεγάλωσε και σπούδασε ηλεκτρονικός στην Αυστραλία πριν έρθει σε ώριμη ηλικία στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση, τον αφαιρεί απ’ τη λίστα των ερευνών μας. Τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου...»

«Ώστε δεν είναι ούτε αυτός...» μονολόγησε απογοητευμένη η Σοφία, ξεχνώντας προς στιγμή πως ο Ιωάννου της επιφύλασσε άλλες αποκαλύψεις.

«Επιτρέψτε μου να συνεχίσω... ερευνώντας παλιά αστυνομικά δελτία καθώς και αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες της αντίστοιχης περιόδου, ανακάλυψα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ο εικονιζόμενος Γεώργιος Αγγέλου, ο οποίος θεωρείται απ’ τους εγκεφάλους πολυμελούς κυκλώματος λαθρεμπορίου ναρκωτικών, συνελήφθη στο Παλέρμο της Ιταλίας και παραπέμπεται με βαρύτατες κατηγορίες στον τοπικό εισαγγελέα. Αναμένεται η έκδοσή του στην Ελλάδα εφόσον ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες μεταξύ των εκεί διωκτικών αρχών με τις αντίστοιχες Ελληνικές...»

«Μου θυμίζετε την ημερομηνία γέννησης σας κυρία Μιχαήλ;»
«Τι… τι σημασία έχει κύριε Ιωάννου;»
«Το απόσπασμα που σας διάβασα, δημοσιεύτηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του ’83. Σας λέει κάτι η ημερομηνία;»
«Λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου!...»
«Και κάτι ακόμα. Μετά από αίτημα του δικηγόρου του, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Επέλεξε να δικαστεί και να εκτίσει την πολυετή ποινή του στην Ιταλία. Στη δίκη του καθώς και στη διάρκεια της φυλάκισής του, δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανείς δικός του. Και κάτι τελευταίο. Τα έξοδα του δικηγόρου του, καλύφτηκαν από έναν αξιωματικό του εμπορικού ναυτικού… κάποιον Δημήτρη Αναγνώστου».
«Ο πατέρας της Γιώτας!...»
«Τον γνωρίζετε;»
«Μόνο την κόρη του… ήταν στενή φίλη της οικογένειας».
«Μάλιστα… Φαίνεται πάντως πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μόνος που ενδιαφέρθηκε για τον Αγγέλου. Ψάχνοντας παλαιότερα ναυτολόγια του πλοίου EVIQUEEN μέσω της ολλανδικών συμφερόντων ναυτιλιακής εταιρείας, ανακάλυψα πως ο Αγγέλου εργάστηκε κοντά στον Αναγνώστου ως ασυρματιστής για κάποιο διάστημα. Ο Αναγνώστου μάλιστα, το συγκεκριμένο διάστημα, ήταν καπετάνιος στο πλοίο.

«Μα δεν είχατε βρει στοιχεία του στο ΝΑΤ, όπως μου είχατε πει... σωστά;»
«Σωστά... το πλοίο ήταν ναυτολογημένο με ξένη σημαία και μη συμβεβλημένο με το ελληνικό ταμείο ασφάλισης. Οι περισσότεροι Έλληνες ναυτικοί που θήτευσαν στο πλοίο αυτό, είχαν υποβάλλει στο ΝΑΤ αίτηση αναγνώρισης χρόνου εργασίας, καταθέτοντας  πιστοποιητικά υπηρεσίας. Κι ο Αναγνώστου ήταν ένας απ’ αυτούς, όχι όμως ο Αγγέλου. Δεν βρέθηκε καμιά αίτηση μ’ αυτό το όνομα και φυσικά δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα αρχεία του ταμείου.... Πάντως πρέπει να έκανε ελάχιστα ποντοπόρα ταξίδια, αφού όταν τον συνέλαβαν ανήκε στο πλήρωμα ναυλωμένου σκάφους με ξένη σημαία, που έκανε συγκεκριμένα δρομολόγια από Τύνιδα, προς ευρωπαϊκά λιμάνια.  Προφανώς είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα του λαθρέμπορου».

«Παρακαλώ... μπορώ να δω τη φωτογραφία του;»
Δεν ήταν η φωνή της αυτή, ήταν ένα ξέπνοο ψέλλισμα που βγήκε απ’ το στόμα της, δίχως τη συγκατάθεσή της. Βλέποντας απ’ την ανάποδη το απόκομμα της εφημερίδας που είχε στα χέρια του ο Ιωάννου, ήταν σχεδόν βέβαιη πως αναγνώρισε το πρόσωπο του άντρα. Τον είχε ξαναδεί στη φωτογραφία που είχε ανακαλύψει στο σπίτι της Τούλας. Η μητέρα της, η Τούλα και στη μέση αυτός.
«…μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»

Το μυαλό της στροφάρει ανάποδα, σαν φιλμ που το επαναφέρεις με γρήγορη κίνηση στην αρχή της ταινίας.
Ένας ασήμαντος λεκές από καφέ στο φουστάνι της… «Λεκές στην οικογένεια! Αυτό είσαι!… ένας βρωμερός λεκές που μας στιγμάτισε για πάντα! Σε μισώ!... Χάσου από μπροστά μου!» μια θαμμένη παιδική μνήμη, που δεν είχε ανασυρθεί ως τώρα στη συνείδησή της. Ένα βράδυ πετάχτηκε απ’ το παιδικό της κρεββατάκι, τρομαγμένη από υστερικές φωνές και κλαυθμούς. Ήταν η θεία; Ή μήπως η μάνα; Υπήρχε κάποιος άλλος μαζί τους; Ο παππούς πρέπει να έλειπε, γιατί σίγουρα θα έτρεχε κοντά της να την κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του. Να μην ακούει, να μη βλέπει...

Η ξεκλείδωτη σοφίτα… η γιαγιά Ρόζα είχε το παρατσούκλι «δεσμοφύλακας» στο χωριό. Ποτέ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Ως και τον θάνατό της είχε φροντίσει να τον προαναγγείλει στον επιστήθιο φίλο τους, τον καπετάν-Δημητρό, αφήνοντας του παραγγελιές για την εγγόνα της. Ή μήπως για κάποιο άλλο πρόσωπο;

Ξεκούρασε το βλέμμα της για λίγο στον Ορέστη, που την παρατηρούσε ανήσυχος μετρώντας τις αντιδράσεις της. Ο αγαπημένος της Ορέστης… τον πρωτοείδε σ’ εκείνη την έκθεση ζωγραφικής στη σχολή Καλών Τεχνών κι αμέσως κατάλαβε πως η μοίρα της ήταν δεμένη μαζί του. Ακόμα θυμάται το αμήχανο χαμόγελό του, μπροστά απ’ τη μεταξοτυπία του Βαν Γκογκ… Τα δυο του μάτια που λαμπύριζαν από έρωτα, με φόντο τα κυπαρίσσια του ζωγράφου. Πόσα να ήταν άραγε σ’ αυτόν τον πίνακα;

«Aγάπη μου το κινητό σου… θα το σηκώσεις;»
Ένιωσε δυο ζευγάρια μάτια να την καρφώνουν γεμάτα απορία. Συνήλθε αμέσως και απάντησε στην κλήση μηχανικά, δίχως να δει τον αριθμό που την καλούσε και ζητώντας συγνώμη απ’ τον Ιωάννου για τη διακοπή που έπρεπε αναγκαστικά να γίνει στην κουβέντα τους.

«Η κυρία Μιχαήλ; Καλησπέρα σας, απ’ το γραφείο τελετών σας καλώ. Τα συλλυπητήρια μου για τη θεία σας… ειλικρινά λυπάμαι… ήθελα να σας ενημερώσω ότι παραλάβαμε τη σωρό της  και αύριο το πρωί θα πρέπει να περάσετε απ’ το γραφείο για να μας φέρετε τα ρούχα της… καταλαβαίνετε ε; Eπίσης θα πρέπει να παραλάβετε απ’ το νοσοκομείο την ιατροδικαστική έκθεση και να φέρετε ένα αντίγραφο…»

«Ιατροδικαστική έκθεση; Τι εννοείτε; Έγινε ιατροδικαστική εξέταση στη θεία μου; Για ποιο λόγο;»
«Α, τίποτα το ιδιαίτερο… τυπικά όλ’ αυτά, μην ανησυχείτε. Κανένα εύρημα. Εκτός από εκδορές και μώλωπες που προήλθαν απ’ την πτώση της  όταν έχασε τις αισθήσεις της... μια βαθιά ουλή στον αριστερό της μηρό από παλιό τραύμα και φυσικά την καισαρική τομή της…»
«Την ποια;;;»
«Όντως ήταν πολύ αντιαισθητικό... παλιά έκαναν τεράστια τομή και χοντρά ράμματα στις γυναίκες... βλέπετε, δεν υπήρχε η πολυτέλεια για πλαστικές εκείνα τα χρόνια…»
«….»
«Κυρία Μιχαήλ;... Μ’ ακούτε;... Σοφία;»

Δεν χρειάστηκε ν’ ανταλλάξουν πολλά λόγια. Σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τη στιγμή εκείνη, οι γρίλιες του γραφείου σκοτείνιασαν  ξαφνικά και τρεις άνθρωποι ξεχύθηκαν βιαστικοί απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας.
«Καλύτερα να οδηγήσω εγώ.. εσείς προσπαθείστε να συγκεντρώσετε την ψυχραιμία σας και το υλικό που έχετε στα χέρια σας... νομίζω πως στο σπίτι της μυστηριώδους θείας Τούλας, θα βρούμε τα κομμάτια που μας λείπουν... για να ολοκληρώσουμε επιτέλους την εικόνα...»

Ο Ορέστης κάθισε στο πίσω κάθισμα μαζί της, την αγκάλιασε προστατευτικά κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της. Έσφιξε με νόημα τα χέρια της, κι ήταν σαν να της έλεγε:
«Μη φοβάσαι αγάπη μου! Ό,τι κι αν έρθει θα το περάσουμε μαζί!»
«Μου επιτρέπετε να βάλω χαμηλά το ραδιόφωνο; Έχει την αγαπημένη μου εκπομπή, αναγνώσματα λογοτεχνικών κειμένων... αν δεν σας ενοχλεί, θα ήθελα ν’ ακούσω τη συνέχεια... ξέρετε, με βοηθάει να οργανώνω τη σκέψη μου... και δεν είναι λίγες οι φορές που συμπτωματικά βρίσκω κάποιες απαντήσεις στις υποθέσεις που ερευνώ...»
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου!... ίσως βοηθήσει και τις δικές μας σκέψεις... πού ξέρετε;»

Ο Ορέστης μισάνοιξε το πίσω παράθυρο και η αύρα απ’ το βραδινό αεράκι, παρέσυρε για λίγο τις βασανιστικές τους σκέψεις. Η απαλή μελωδία απ’ το ράδιο γαλήνεψε την αντάρα που τους κατάτρεχε, τρεις άνθρωποι αμίλητοι, με τις σκέψεις τους σε παράλληλες τροχιές, να τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, διαγράφοντας οργιώδη σενάρια. Λες και κάποια αόρατη δύναμη άνοιξε διαμιάς το κουτί της Πανδώρας, απελευθερώνοντας καλοφυλαγμένα μυστικά και κιτρινισμένες σελίδες απ’ το παρελθόν.
«Τη νύχτα που μετρώ ξανά τα κυπαρίσσια... ένα-ένα ως το τελευταίο... θα με περιμένει άραγε ο παππούς μ’ ένα γλύκισμα;… θα τηρήσει την υπόσχεσή του;» ...σκέφτηκε με παράπονο η Σοφία. Ένιωσε μιαν έντονη ναυτία να την ανακατεύει, σαν  να την κατάπιε ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα κι εκείνη ανήμπορη ν’ αντισταθεί, παρασύρεται ολοένα στην ορμητική του δίνη. Σαν τον υποτιθέμενο θάνατο του πατέρα της...

«...Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Mα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωκα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ως το πουρνό. Μα ’σαν έννοιωσα να χαράζη – ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.
Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου· το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!...»
Φίλες και φίλοι της εκπομπής, ακούσατε ένα απόσπασμα απ’ το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού
}Το αμάρτημα της μητρός μου~
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για αύριο  βράδυ, όπου θα ολοκληρώσουμε την ανάγνωση του συγκλονιστικού διηγήματος. Ευχαριστούμε που ήσασταν στην παρέα μας κι απόψε.
Να έχετε μιαν υπέροχη βραδιά!

Το αυτοκίνητο του Ιωάννου, ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα. Ο οδηγός πάτησε δυνατά το γκάζι, κλείνοντας με μιαν απότομη κίνηση το ραδιόφωνο...