ΔΙΕΞΟΔΟΙ

Πέρασαν σχεδόν τρεις ημέρες από τότε που είχε επισκεφτεί τον κ. Ιωάννου, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ στο γραφείο του. Η ζωή και η καθημερινότητά της, αν κάποιος την παρακολουθούσε, δεν θα έβλεπε πως κυλά διαφορετικά απ' ότι πριν από εκείνη την ημέρα και την ξαφνική της ανάγκη να βρεθεί στο χωριό και στο πατρικό της σπίτι. Ωστόσο ο εσωτερικός αθέατος κόσμος της Σοφίας ήταν τόσο διαφορετικός που ακόμη και η ίδια δεν μπορούσε να εντοπίσει κανένα στοιχείο από τον παλιό της εαυτό. 

Μέσα στο μυαλό της γινόταν ένας πόλεμος που στις μάχες του άλλες φορές έβγαινε κερδισμένη και έβλεπε θετικά τα τελευταία γεγονότα της ζωής της και άλλες πάλι έβγαινε ηττημένη, λαβωμένη από τα ψέματα και την υποκρισία τόσων ετών. Και από τα μικράτα της ακόμη θυμάται πως αυτά τα δύο στοιχεία δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί. Ήταν κάτι που της προκαλούσε αποστροφή, κάτι πάνω από τον εαυτό της. Απέρριπτε με μιας οποιονδήποτε έπεφτε στην αντίληψή της πως της έλεγε ψέματα κι ας είχε και τους λόγους του. Και η υποκρισία της προκαλούσε δυσάρεστο συναίσθημα. Απομακρυνόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή από τα ανασφαλή άτομα και από όσους υποκρίνονταν γιατί ο φόβος, μην τυχόν και απορριφθούν από το σύνολο, τους κρατούσε καθηλωμένους σε μια εικονική πραγματικότητα. 

Και τώρα είχε ανακαλύψει πως όλα αυτά τα χρόνια η οικογένειά της η ίδια, τα άτομα που ήταν ότι πιο πολύτιμο στη ζωή υπήρχε για εκείνην, την μεγάλωναν μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον γεμάτο από αυτά τα στοιχεία. 

Η εργασία, οι δραστηριότητες και οι κοινωνικές της υποχρεώσεις, καθώς επίσης και οι συναντήσεις της με τον σύντροφο της ζωής της, τον Ορέστη, αν και η ίδια βίωνε έντονα μιαν εσωτερική αναστάτωση, συνεχιζόντουσαν στο ίδιο μοτίβο, στους ίδιους ρυθμούς. Ο Ορέστης όσο κι αν καταλάβαινε πως κάτι συνέβαινε το τελευταίο διάστημα στην Σοφία, κάθε φορά που "χανόταν" την άφηνε να βυθίζεται στις σκέψεις της ξέροντας πόσο ανάγκη είχε αυτά τα μοναχικά της ταξίδια. Μια και μοναδική φορά στις αρχές, στην ερώτησή του αν κάτι την απασχολεί, ήρθε η απάντηση της Σόφης να του δώσει να καταλάβει πως δεν ήθελε ακόμη να μοιραστεί μαζί του αυτό της το πρόβλημα. Την ήξερε τόσο καλά άλλωστε. Λειτουργούσε και αντιμετώπιζε τόσο παράδοξα μόνη τα προβλήματά της, και αν ένιωθε πως πιέζεται απομονωνόταν ακόμη περισσότερο. Είχε πολύ υπομονή μαζί της γιατί τα αισθήματά του γι' αυτήν ήταν δυνατά και αυθεντικά και κάποιο βράδυ, βλέποντάς την και πάλι να χάνεται, δεν άντεξε. "Όταν είσαι έτοιμη γλυκιά μου, θα είμαι εδώ να σε ακούσω, ό,τι κι αν σου συμβαίνει, πάρε το χρόνο σου", της είπε και έμεινε σ' αυτή του την κουβέντα που ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. 

Έγειρε τότε η Σοφία στην αγκαλιά του και άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της. Δάκρυ που πρόλαβε εκείνος να σκουπίσει πριν ακουμπήσει τα χείλη του στο μέτωπό της. Την στιγμή εκείνη ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο δίπλα στον Ορέστη κι εκείνος άπλωσε το χέρι του και το σήκωσε. "Την κ. Μιχαήλ σας παρακαλώ", ακούστηκε μια αντρική φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. "Μισό λεπτό", απάντησε ο σύντροφός της και της έδωσε το ακουστικό. Η έκπληξη του Ορέστη ήταν μεγάλη όταν είδε την αλλαγή στην εικόνα της Σοφίας. Είχε ξαφνικά χάσει το χρώμα της και ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος γι' αυτήν. Άκουγε ασάλευτη την αντρική φωνή στο τηλέφωνο να της μιλά και δεν αντιδρούσε. Ένα ευχαριστώ πολύ μόνο κατάφερε να πει λίγο πριν κλείσει το ακουστικό και σωριάστηκε στον καναπέ πιο χλωμή ακόμη. "Τι συμβαίνει κορίτσι μου; Ανησυχώ. Δεν θέλω να σε πιέζω μα μην το περνάς μόνη σου ότι κι αν είναι", της είπε και την αγκάλιασε πιο σφιχτά από πριν. 

Το ξέσπασμά της σε κλάμα ήρθε αβίαστα και λυτρωτικά και εξελίχθηκε σε λυγμούς που δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει. Την άφησε εκεί στην αγκαλιά του μέχρι να κοπάσει η ανταριασμένη της ψυχή, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά και σκουπίζοντάς της πότε πότε τα μάτια. Αφού ηρέμησε αρκετά η Σοφία του εξιστόρησε όσα το τελευταίο διάστημα προσπαθούσε συναισθηματικά να διαχειριστεί. Αποσβολωμένος αυτός, όχι από τις εξελίξεις στη ζωή της Σοφίας, αλλά από το γεγονός ότι τον άφησε έξω από τα οδυνηρά γι' αυτήν γεγονότα, την ρώτησε τι ακριβώς είπε στο τηλέφωνο ο κ. Ιωάννου. "Τίποτα που θα μπορούσε να αξιολογηθεί ακόμη ως σίγουρο", του απάντησε. "Ήθελε απλώς να με ενημερώσει πως έχει εντοπίσει τρία άτομα με το ονοματεπώνυμο και το επάγγελμα του πατέρα μου, που βρίσκονται εν ζωή. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Πως ίσως ένα από αυτά τα άτομα είναι ο πατέρας μου!" είπε η Σόφη και ήταν σα να έκανε φωναχτά τη σκέψη της για να εμπεδώσει θαρρείς αυτά που έλεγε. 

Ο Ορέστης τώρα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να βοηθήσει ουσιαστικά την σύντροφο της ζωής του. "Τώρα δεν είσαι μόνη σου σ' αυτό. Ησύχασε, είμαστε μαζί, όπου κι αν βγάλει" της είπε και της έδωσε ένα από εκείνα τα φιλιά που πρόδιδαν την αληθινή αγάπη του για εκείνη και το νοιάξιμό του. 

Της άρεσαν πάντα οι σύντομες προτάσεις του με την τελεία να μπαίνει έντονα και να αποπνέει σιγουριά και σταθερότητα στο λόγο του. Ο χρόνος που περνούσαν μαζί, ίσως να μην ήταν ο επιθυμητός λόγω υποχρεώσεων και των δυο τους, μα ήταν τόσο ουσιαστικός και ποιοτικός που γέμιζε τα κενά που δημιουργούσε ο χρόνος που ήταν χώρια. Παρ' όλο το δυναμισμό που έκρυβε αυτή η γυναίκα μέσα της στον επαγγελματικό τομέα και στον κοινωνικό της κύκλο, όταν βρισκόταν μαζί με τον Ορέστη, άφηνε ελεύθερο έναν ευάλωτο εαυτό, ένα ευαίσθητο παιδί που τόσο καλά έκρυβε από όλους, ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό πολλές φορές. 

Άργησε βέβαια να απελευθερωθεί, να αφεθεί και να ξεγυμνώσει την ψυχή της σ' αυτόν, μα τώρα τον εμπιστευόταν όσο κανέναν άλλον. Ήταν ο πατέρας, ο αδελφός, ο εραστής και ο καλύτερός της φίλος. Ήταν ότι χρειαζόταν για να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και αντοχή για ότι η μοίρα της επιφύλασσε, απ' όσο η φύση την προίκισε. Η ζωή τελικά ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί της στο θέμα του συντρόφου. Ο Ορέστης κατάφερε να αποκτήσει όχι μόνον την εμπιστοσύνη της αλλά και την ολοκληρωτική παράδοση της καρδιάς της, πράγμα το οποίο φάνταζε ανέφικτο μετά από την μικρή της εμπειρία με το αντίθετο φύλλο. 

Οι λιγοστοί άντρες της ζωής της, είχαν αφήσει όλοι τους ανεξίτηλα τα σημάδια τους επάνω της και όταν αυτός βρέθηκε στο δρόμο της ζωής της ήταν ήδη πολύ πληγωμένη, και αποφασισμένη να αφιερώσει στο εξής χρόνο μόνο για να γνωρίσει και να αγαπήσει τον εαυτό της και όχι να αναλωθεί σε έναν καινούριο έρωτα. 

Τον Ορέστη τον γνώρισε σε μια γκαλερί ζωγραφικής όπου βρέθηκε τυχαία, μιας και για αλλού είχε ξεκινήσει να πάει και αλλού οι συγκυρίες την οδήγησαν. Και όπως συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους έρωτες, η συνάντησή τους προέκυψε αναπάντεχα μετά από μια σύμπτωση πραγμάτων σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Τόσο φυσικά και απλά έγινε η γνωριμία τους και τόσο φυσικά και απλά, μετά από σχετικά μικρό διάστημα, ξεκίνησε η σχέση τους, που αν νοερά ανέτρεχε πίσω, θα έβλεπε πως δεν μπορούσαν παρά αυτοί οι δυο άνθρωποι να γεννήθηκαν για να είναι μαζί. Ο αμοιβαίος θαυμασμός και εμπιστοσύνη, καθώς επίσης και ο σεβασμός της διαφορετικότητας του ενός προς τον άλλον, ήταν τα σημαντικότερα στοιχεία που μπήκαν στα θεμέλια αυτής της σχέσης και που μέρα τη μέρα την δυνάμωναν και την θωράκιζαν από τις αντιξοότητες της ζωής και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Τίποτα δεν χωρούσε ανάμεσά τους και ενδόμυχα το ήξεραν και ήταν ήρεμοι σ' αυτήν την σχέση. Και όταν έχεις έναν τέτοιο σύντροφο, σκεφτόταν η Σοφία, όλα παλεύονται, όλα αντέχονται. Αναστέναξε λοιπόν με ανακούφιση σ' αυτή της την σκέψη και αποφάσισε να αφεθεί στο χρόνο να την οδηγήσει όπου εκείνος έμελλε να την οδηγήσει.

Το επόμενο πρωί άργησε να πάει στη δουλειά της. Ήξερε πως ο Διευθυντής στην Τράπεζα όπου εργαζόταν θα την κάλυπτε αν του το ζητούσε. Βέβαια δεν ήθελε να υποχρεώνεται για κανένα λόγο ούτε στο συγκεκριμένο άτομο, ούτε στους συναδέλφους της στη δουλειά γιατί αν και οι σχέση της μαζί τους ήταν φιλικές και κυλούσαν ομαλά, κάτι όμως απροσδιόριστο στον αέρα αιωρείτο. Θα έλεγε κανείς πως της συμπεριφερόταν με τέτοιο τρόπο που πρόδιδε πως ήξεραν για το μέσον που είχε βάλει προκειμένου να μπει στην Τράπεζα και να αρχίσει σιγά σιγά να αναρριχάται. Μα αυτό δεν ήταν αλήθεια. Αν και αυτό εισέπραττε από τις συμπεριφορές τους, η αλήθεια ήταν πως δεν είχε κανένα μέσον να την βοηθήσει, αλλά ακόμη κι αν είχε δεν θα καταδεχόταν ποτέ να το χρησιμοποιήσει. Ήταν τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, και το πλούσιο βιογραφικό της συνέβαλε γι' αυτή της την σιγουριά. Αντιπροσώπευε πλήρως τα προσόντα της και τον ανήσυχο, εργατικό και δημιουργικό χαραχτήρα της. 

Ο ζήλος της για την δουλειά και ο ευγενικός της τρόπος που αντιμετώπιζε τους πελάτες της Τράπεζας, σε πολύ μικρό διάστημα την βοήθησαν να γίνει Προϊσταμένη Ταμείων, πράγμα το οποίο ορισμένους από τους συναδέλφους της τους έκανε να προβληματιστούν και να κάνουν αρνητικά σχόλια, πάντα πίσω από την πλάτη της, και άλλους παλι να την θαυμάσουν με ένα κρυφό αίσθημα ζήλιας. Επομένως η θέση της στην Τράπεζα, όσα σκαλοπάτια κι αν ανέβαινε, θα ήταν αφενός μεν κατώτερη των προσδοκιών της και των ικανοτήτων της αφετέρου δε, πάντα θα αισθανόταν στον εργασιακό της χώρο ένα απροσδιόριστα περίεργο κλίμα, όσο σεβασμό και αν εισέπραττε από όλους. Συμβιβάστηκε με αυτήν τη δουλειά μετά από δυο χρόνια ανεργίας, δεδομένου ότι οι καιροί όπου η μοίρα την ήθελε να ζήσει τη ζωή της, ήταν δύσκολοι για όλους τους συμπατριώτες της και γενικότερα για όλη την ανθρωπότητα.

Εκείνο το πρωί όμως ήταν αλλιώς. Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή πως θα υποχρεωνόταν στον ανώτερό της. Είχε ανάγκη να περάσει από το άλσος αναψυχής που βρισκόταν στο δρόμο προς τη δουλειά της. Είχε ανάγκη να βρεθεί άμεσα στη φύση, και μια απόδραση είτε προς τη θάλασσα είτε προς το βουνό δεν ήταν εφικτή μιας και ήταν μεσοβδόμαδα και δεν είχε μεριμνήσει για άδεια από την εργασία της. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο στον διευθυντή της Τράπεζας και του ζήτησε ευγενικά να δικαιολογήσει την καθυστέρησή της. "Κάτι προσωπικό μου συμβαίνει κ. Δ/ντα και πρέπει να το λύσω άμεσα", του είπε. Ο δ/ντής την καθησύχασε."Εντάξει κ. Μιχαήλ, μην αγχώνεστε. Αν χρειαστεί πάλι, μπορείτε να λείψετε όλη την ημέρα, ή ακόμη και να πάρετε άδεια και για κάποιες ημέρες. Ελπίζω πως δεν είναι κάτι σοβαρό", της είπε με ήπια φωνή.

 Η Σόφη όμως δεν θεώρησε την πρότασή του καλή ιδέα, αν και το είχε ανάγκη. Σκέφτηκε πως ίσως την άδειά της θα την χρειαζόταν αν ο κ. Ιωάννου ανακάλυπτε κι άλλα στοιχεία στο μέλλον. "Όχι κ. Δ/ντα, μην ανησυχείτε, το αργότερο σε δύο ώρες θα είμαι στη θέση μου. Σας ευχαριστώ για την κατανόηση." είπε, και τον χαιρέτισε διακριτικά λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνό της. Άλλωστε, σκέφτηκε, τις ώρες αυτές τις δικαιούμαι. Έπαιρνε τόση δουλειά επιπλέον απ' ότι της αναλογούσε αφενός γιατί την αγάπησε με το πέρασμα του χρόνου τη δουλειά της και αφετέρου γιατί στα όποια προβλήματα κατά καιρούς αντιμετώπιζε, η εργασιοθεραπεία ήταν η λύση και η διέξοδός της. Η εργασιοθεραπεία όμως ερχόνταν πάντα σε δεύτερη θέση στις διεξόδους της από τα δύσκολα που την καλούσε η ζωή να αντιμετωπίσει. Την πρώτη θέση, από τα μικράτα της ακόμη, κατείχαν οι αποδράσεις της στη φύση.