Η ΣΟΦΙΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΗΣ

Είχε χρόνια να έρθει σε αυτά τα μέρη. Καθώς οδηγούσε σκεφτόταν την τελευταία φορά που άφησε αυτόν τον τόπο. Ήταν στην κηδεία της μάνας της. Πάνε πέντε χρόνια τώρα. Δεν ήθελε να επιστρέψει ούτε για τα μνημόσυνα που τα οργάνωνε η θειά της. Στο χωριό είπαν πολλά για την απουσία της. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Ούτε η γλωσσοφαγιά των χωρικών, ούτε οι φωνές της θείας Τούλας. Το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν μια άρνηση. Και μια απέραντη μοναξιά. Ένα συναίσθημα που μόνο αυτοί που έχουν χάσει γονιό το καταλαβαίνουν. Μια αίσθηση ξεκρέμαστη, χωρίς ρίζα, χωρίς αρχή.

Εκείνο το πρωί σηκώθηκε και ένοιωσε μια τεράστια ανάγκη να επισκεφτεί το χωρίο, το σπίτι της μάνας της. Καθώς οδηγούσε διαπίστωσε ότι το φόρεμά της είχε ένα λεκέ από καφέ. Τον είχε κάνει το προηγούμενη μέρα στη δουλειά. Δεν το θυμόταν καν το πρωί όταν το φόρεσε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να κατευνάσει αυτό το συναίσθημα της έλλειψης.

Το χωριό από την πόλη δεν ήταν μακρυά. Και έτσι σε λιγότερο από δυο ώρες έφτασε. Διέσχισε το χωριό χωρίς να κοιτά αριστερά και δεξιά. Ένιωθε όμως τα επικριτικά μάτια των χωρικών να την καρφώνουν και τα στόματά τους που ανέφεραν το όνομά της. Έφτασε στην άκρη του χωριού και εκεί άφησε το αμάξι της. Θέλησε να περπατήσει ως το πατρικό της. Πατρικό... τι ειρωνεία... Πως είναι δυνατόν ένα σπιτικό που δεν είχε ποτέ ως μέλος του έναν πατέρα, να λέγετε πατρικό.

Η Σόφη δεν γνώρισε πατέρα. Τον έχασε πριν καν γεννηθεί. Ήταν ασυρματιστής σε εμπορικό πλοίο που έκανε ταξίδια σε χώρες μακρινές. Στο στερνό του ταξίδι, λίγο πριν ξεμπαρκάρει για πάντα και επιστρέψει να παντρευτεί τη μάνα της, χάθηκε μια νύχτα στη δίνη της θάλασσας. Είπαν πως βγήκε να ελέγξει κάτι στο κατάστρωμα και ένα μεγάλο κύμα τον εξαφάνισε. Δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του, όπως όμως δεν βρέθηκε και ποτέ η ζωή του. Κανείς δεν της εξήγησε ποιος ήταν ο πατέρας της. Αν ήταν καλός άνθρωπος, αν ήταν όμορφος ή άσχημος, ευγενικός ή άγριος. Δεν είχε καν μια φωτογραφία του. Δεν την ένοιαζε και πολύ όμως. Δεν ένιωσε ποτέ να της λείπει. Ίσως επειδή πεθυμούμε κάτι που το έχουμε γνωρίσει, οπότε ως προς τι η επιθυμία για κάτι άγνωστο προς αυτή; Ήξερε απλά πως ήταν κάποιος Αθηναίος, ονόματι Γιώργος Αγγέλου, μοναχοπαίδι, ορφανός και αυτός. Γνώρισε η μάνα της όταν αυτή σπούδαζε στην Αθήνα. Τον έβλεπε κάθε φορά που το καράβι άραζε στον Πειραιά, ώσπου έμεινε έγκυος και αποφάσισαν να ξεμπαρκάρει για να παντρευτούν. Λίγο πριν γίνει αυτό, η μοίρα είχε άλλο σκοπό. Τον έπνιξε μια νύχτα και έτσι η μάνα της έμεινε μόνη της με ένα παιδί στην κοιλιά της. Έτσι η Σόφη ορφάνεψε πριν καν γίνει κόρη, πριν καν γεννηθεί και αντί για Αγγέλου, ονομάστηκε Μιχαήλ, το επώνυμο της μάνας της.

Το σπίτι της ήταν λίγο πιο απομακρυσμένο από το υπόλοιπο χωριό. Είχε χτιστεί από τον αγαπημένο της παππού πολλά χρόνια πριν αυτή έρθει στον κόσμο. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έκανε τα πρώτα της βήματα, εκεί ένοιωσε τι θα πει οικογένεια και θαλπωρή. Εκεί μεγάλωσε χωρίς πατέρα, μα με περισσή αγάπη και στοργή από την μάνα της και τους παππούδες της.

Το μικρό δρομάκι έρημο και λασπωμένο. Τα 28 κυπαρίσσια στέκονταν αγέροχα στο πλάι του. Θυμήθηκε τις στιγμές με τον παππού, μόλις που μάθαινε να μετρά, τα μετρούσαν μαζί μέχρι να φτάσουν σπίτι και αν τα έβγαζε σωστά μια σοκολάτα την περίμενε κρυμμένη στο πιο ψιλό ντουλάπι. Πόση ξεγνοιασιά... πόσο όμορφα χρόνια...

Μια βροχή σαν άχνη άρχισε να πέφτει και έκανε τη ορατότητα πιο δύσκολή και την καρδιά της πιο παγωμένη. Έψαξε τα κλειδιά στην τσάντα της και τα κράτησε σφιχτά στα χέρια της για να είναι έτοιμα. Η αυλόπορτα πάντα την δυσκόλευε να την ξεκλειδώσει. Τώρα μάλιστα που ήταν χρόνια κλειστή και σκουριασμένη η προσπάθεια γινόταν ακόμα πιο δύσκολή. Και οι κλειδαριές, σαν τις καρδιές των ανθρώπων, όταν δεν χρησιμοποιούνται, δυσκολεύουν στο άνοιγμα, ώσπου στο τέλος χαλάνε εντελώς και δεν ανοίγουν ποτέ ξανά. Μόνο το μαγικό κλειδί της αγάπης και της θέλησης θα μπορούσε να τις παραβιάσει.

Έσπρωξε με δύναμη την αυλόπορτα και διέσχισε το μικρό χορταριασμένο πια δρομάκι που οδηγούσε στην σκάλα του σπιτιού. Ανέβηκε στην βεράντα. Λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα, έστρεψε το βλέμμα της προς το χωριό. Η βροχή είχε δυναμώσει και έτσι οι συγχωριανοί της είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Οι άγριες στάλες της είχαν αναγκαστικά ξεπλύνει κάθε περιέργειά τους. Άνοιξε την εξώπορτα και την έκλεισε με δύναμη πίσω της, λες και ήθελε να προστατευθεί από κάτι.

Διέσχισε το χολ και προχώρησε προς το σαλόνι. Όλα σκονισμένα και εγκαταλειμμένα. Όλα μελαγχολικά και μόνα. Στάθηκε στην μέση του δωματίου και έκλεισε τα μάτια της. Προσπάθησε να μετατρέψει όλη αυτή την αίσθηση του χαμού σε ζωή. Να φέρει ξανά μέσα σε αυτό το σκοτεινό σπίτι, τα γέλια, την χαρά, την θαλπωρή και την οικογένεια. Να ξορκίσει το θάνατο έστω για μια νοερή στιγμή. Και έτσι είδε ξανά τις κουρτίνες τραβηγμένες και τα σκούρα ανοιχτά, τους τοίχους χρωματιστούς και τα λουλούδια φρέσκα στα βάζα. Μια μυρωδιά φαγητού να έχετε από την κουζίνα και το τραπέζι στρωμένο ευλαβικά.

Άνοιξε τα μάτια της και συνέχισε να περιεργάζεται το σπίτι με ένα άλλο βλέμμα πια. Ανέβηκε τις σκάλες, διέσχισε τις κρεβατοκάμαρες, ένοιωσε ακόμα και την αίσθηση την μάνας στο χώρο. Την είδε να συμμαζεύει το παιδικό της δωμάτιο, να της ταιριάζει τα ρούχα, να της αλλάζει τα σεντόνια, να της γκρινιάζει για την ακαταστασία και όλα αυτές οι πράξεις αγάπης που μανάδες κάνουν για τα παιδιά τους.

Με αυτές τις γλυκιές σκέψεις δάκρυα ήρθαν στα μάτια της, μια ολέθρια κούραση να την καταβάλει και τα πόδια της να τρέμουν από συγκίνηση. Έκατσε στο πολυθρονάκι του χολ και έκλαψε γοερά. Έβγαλε θαρρείς όλη της την στεναχώρια από μέσα της, λες και λυτρώθηκε από τις σκέψεις που έκανε τόσο καιρό και όλες τις οι απορίες απαντήθηκαν αμέσως. Πως ότι όμορφο κάποια στιγμή τελειώνει, μα δεν έχει τόσο αξία το τέλος, όσο η διάρκεια. Να ζήσεις καλά μέχρι η ζωή να σου ανοίξει το επόμενο παράθυρο, καθώς σου κλείνει την πόρτα. Και έτσι θα γινόταν. Έτσι η ζωή σε λίγο θα άνοιγε στην Σόφι ένα παράθυρο και θα άλλαζε άρδην τα πάντα.

Καθώς σκούπιζε τα μάτια της στο βάθος του διαδρόμου παρατήρησε πως η πόρτα που οδηγούσε στην σκάλα της σοφίτα ήταν ανοιχτή. Δεν είχε δει ποτέ αυτήν την πόρτα ανοιχτή και ήταν ελάχιστες οι φορές που είχε ανέβει εκεί. Στην ουσία ήταν η αποθήκη του σπιτιού. Ανέβηκε τις σκάλες διστακτικά. Στοιβαγμένα πράγματα παλιά παντού, παλιά έπιπλά, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, παλιά ρούχα, μια μυρωδιά μούχλας και κλεισούρας και μια αίσθηση υγρασίας παντού. Και εκεί στην άκρη της σοφίτας, κάτω ακριβώς από το παράθυρο το παλιό σεντούκι της γιαγιάς.

Δεν είχε ποτέ κοιτάξει μέσα του. Ίσως είχε κάποια προσωπικά της αντικείμενα και θα ήθελε να έχει κάτι από αυτήν σκέφτηκε. Το άνοιξε με λαχτάρα. Κάποια παλιά καπέλα, ένα ζευγάρι γάντια, και ένα κουτί ξύλινο. Πήρε το κουτί στα χέρια της και το άνοιξε. Καρτ ποστάλ και ένα γράμμα... Τις κράτησε στο χέρι της και αυτό που διάβασε θα την σόκαρε. Ήταν καρτ ποστάλ από τον πατέρα της προς τη μάνα της από τα ταξίδια του. Γραμμένα με ύφος συμπάθειας αλλά κρατώντας μια απόσταση ευπρέπειας.

Αγαπημένη μου Κατερίνα, σου στέλνω από την Γιοκοχάμα. 
Όλα εδώ βαίνουν καλώς. 
Το ίδιο εύχομαι και για σένα. 
Με αγάπη.
Γιώργος

Όλες πάνω κάτω με αυτό το περιεχόμενο. Λίγες λέξεις, επαναλαμβανόμενες και τυποποιημένες. Δέκα κάρτες από διάφορα μέρη, που ξεκινούσαν ημερολογιακά περίπου δυο χρόνια πριν γεννηθεί και σταματούσαν λίγο πριν την γέννηση της.

Η απορία της διάχυτη. Γιατί η μητέρα της δεν της είχε αναφέρει ποτέ πως είχε κάτι από τον πατέρα της. Έστω αυτές τις κάρτες. Και αυτό το γράμμα; Η ημερομηνία μαρτυρούσε πως η μητέρα της το είχε λάβει λίγο μετά αφότου γεννήθηκε. Μα πως ήταν δυνατόν; Αφού ο πατέρας της πέθανε πριν γεννηθεί. Άνοιξε το φάκελο με χέρια τρεμάμενα. Φοβόταν για το τι θα διαβάσει.

Αγαπητή μου Κατερίνα. 
Εύχομαι να είσαι καλά και εσύ και η κόρη μας. Σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως θα αναβάλω την επιστροφή μου και έτσι αναγκαστικά θα πρέπει να αναβληθεί και ο γάμος. Το ξέρω πως με περίμενες αλλά δυστυχώς ούτε αυτή τη φορά μπορώ να τα καταφέρω. Μόλις πιάσω λιμάνι και μπορέσω θα σου τηλεφωνήσω για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα και ελπίζω να τα καταλάβεις.
Με αγάπη 
Γιώργος

Το βλέμμα της πάγωσε, η ανάσα της κόπηκε. Κάθισε στο σκονισμένο πάτωμα της σοφίτας. Η ζωή και όλα αυτά που ήξερε χρόνια μέσα σε μια στιγμή γκρεμίστηκαν. Μια πόρτα έκλεισε ερμητικά και ένα παράθυρο, εκεί στην ανήλιαγη σοφίτα, άνοιξε...


Δεν υπάρχουν σχόλια: